Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φεγγαίος — αία, ον, Α αυτός που λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κατάλ. αῖος*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek